- τερατωδεστέρα
- τερατωδεστέρᾱ , τερατώδηςportentousfem nom/voc/acc comp dualτερατωδεστέρᾱ , τερατώδηςportentousfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερατωδέστερα — τερατώδης portentous neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατωδεστέρας — τερατωδεστέρᾱς , τερατώδης portentous fem acc comp pl τερατωδεστέρᾱς , τερατώδης portentous fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)